- σώφρων
- σώφρων, [dialect] Ep. and poet. [full] σᾰόφρων (as in Hom., v. infr., Pi.Pae.9.46), [full] ονος, ὁ, ἡ: neut. σῶφρον:—prop.A of sound mind (from σῶς, φρήν, cf. Pl.Cra.411e, Arist.EN1140b11): hence, discreet, prudent,
οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Il.21.462
, cf. Od.4.158; opp. ἄφρων, Thgn.431, 454, 497; opp. νήπιος, Id.483; opp. ἀνόητος, Hdt.1.4;σώφρονες περὶ θεούς X.Mem.4.3.2
;σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Hp.Prorrh. 2.2
.2 of things,τοῖσι λόγοις σῶφρον ἔπεστιν ἄνθος Ar.Nu.1025
(lyr.); σ. οἶκτος reasonable compassion, Th.3.59;-έστατον κήρυγμα Aeschin.3.4
;σώφρον' εἶπας E.IA1024
;ἄλλο τι -έστερον γνώσεσθε Th.5.111
; σῶφρόν ἐστι c. inf., Id.1.42.II in [dialect] Att., esp. having control over the sensual desires, temperate, self-controlled, chaste (σώφρων ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Pl.Def.415d
, cf.σωφροσύνη 1
),μοι δὸς -εστέραν πολὺ μητρὸς γενέσθαι A.Ch.140
, cf. S.Aj.132; γυνὴ ς. And. 4.14, cf. S.Fr.682;σ. καὶ ἐγκρατὴς ἑαυτοῦ Pl.Grg.491d
, cf. 1 Ep.Ti. 3.2, etc.2 of things,σ. γνώμη A.Ag.1664
(troch.);εὐχαί Id.Supp.710
; σ. ὑμέναιοι, λέχη, E.Or.558, El.1099; τράπεζα, δίαιτα, Id.Fr.893 (lyr.), Pl.Ep.336c; ἀριστοκρατία moderate, Th.3.82; χάρις ib. 58;βίος Pl.Lg.733e
;φρονεῖν σώφρονα S.Fr.64
.3 τὸ σῶφρον, = σωφροσύνη, Id.Fr.786, E.Hipp.431, Th.1.37, 3.82; σοῦ τὸ ς. E.Andr.365, cf. 346, etc.;ἐπὶ τὸ -έστερον λαμβάνειν τι Hdt.3.71
;τὸ -έστατον Th.3.62
;τὰ σώφρονα λάγδην πατεῖται S.Fr.683
.III Adv.-όνως A.Th. 645
, Eu.44, Hdt.4.77;σ. τραφῆναι Ar.Eq.334
(lyr.);σ. τε καὶ μετρίως Pl.R.399b
; δικαίως πράττοντες καὶ ς. Id.Alc.1.134d; σ. ἐφέπεσθαι cautiously, X.Ages.2.3: [comp] Comp., -έστερον πολιτεύειν adopt a more moderate constitution, Th.8.53, cf. 1.84, X.Eq.Mag.1.14, etc.; but-εστέρως E.IA379
(troch.): [comp] Sup.-έστατα Isoc.7.13
, Pl.Lg.728e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.